There is no World
without an Act of Meaning

Ελεφάντια Νιαουρίσματα

Στην ελληνική καθημερινή φρασεολογία συναντάται αρκετά συχνά η έκφραση «τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια», στην αγγλική με όχι ακριβώς την ίδια νοηματοδότηση (μάλλον) είθισται να λέγεται “theres an elephant on the roof”, δηλαδή πως υπάρχει ένας ελέφαντας στην οροφή. Αυτές οι παροιμίες ή καλύτερα οι γλωσσικές μεταφορές εξυπηρετούν τον εκφέροντα λόγο του/της χρήστη/ριας, στην εκάστοτε περίπτωση, καθιστώντας τον επαρκή στην ορθολογικότητα. Αυτό που επικοινωνείται είναι πως οτιδήποτε λέγεται και συνοδεύεται από αυτές τις μεταφορές είναι πρόδηλα "πασιφανές" ενώ δεν ενδέχεται να έχει άλλες ερμηνείες, εκτός και αν κάποιος θα ήθελε να παραλογισθεί ώστε νιάου νιάου να μπορεί να κάνει και ο κροκόδειλος (βλ. παροιμία κροκοδείλιων δακρύων που πατάει σε ανάλογη πρακτική). Στην ελληνική γλώσσα το θετικιστικό μοντέλο εξοπλίζεται με την γνωσιοθεωρητική άποψη του "πως αντιλαμβάνομαι αυτό που υπάρχει στο κόσμο εκεί έξω", καθώς η γάτα γίνεται ένα ον που εκφέρει «φωνήματα» νιάου (?) και γω μέσω των αντιληπτικών "έσω" όπλων γνωρίζω αυτόν τον "έξω" κόσμο. Στην αγγλική γλώσσα, μάλλον μεγαλύτερης παράδοσης στη νευτώνια σκέψη (?) , δίνεται σημασία στη «βαρύτητα» της πραγματικότητας καθώς και το πώς θα μπορούσε να σταθεί ένας ελέφαντας σε μία οροφή, επιτονίζοντας την παραδοξότητα του ανορθόλογου μέσω κατεστημένων νόμων φυσικής.


Σ’ αυτήν μου την απόπειρα επιχειρώ να καταστήσω σαφές πως το παιχνίδι του «πραγματικού» που προσπαθεί να εξοπλίσει μέσω των μεταφορών το στρατόπεδο του πραγματισμού είναι, αν όχι παταγωδώς έξωπραγματικό, τουλάχιστον αυθαίρετα ιδωμένο, εφόσον παραλληλίζει την θετικιστική σκοπιά στην κοινωνική πραγματικότητα.

Αυτό που μπορεί να ιδωθεί με περιττή σκέψη είναι πως οι λεκτικές αυτές μεταφορές σε κάθε περίπτωση επιδιώκουν το λεκτικό σκοράρισμα αυτού που τις ενεργοποιεί. Τουτέστιν πάντα υπάρχει ένα υποκείμενο που λειτουργεί ως φορέας του λεκτικού περιεχομένου (εγώ που μιλώ), ένα αντικείμενο που το χειρίζεται ως πιόνι (η γάτα/ο ελέφαντας), και τέλος μία δυναμική κατάσταση που διαδραματίζεται και σκοπεύει στην κατάδειξη της «αλήθειας» του ομιλητή (τα κεραμίδια/η οροφή). Το λεκτικό σκηνικό εδώ όμως δεν καθιστά πραγματικό a priori ούτε το πλαίσιο, ούτε το δρων υποκείμενο παρατήρησης, ούτε το σκηνοθετημένο δρων αντικείμενο. Αντιθέτως, επιχειρεί να καταστήσει a posteriori στο/στην επικοινωνούντα το περιεχόμενο του λόγου, δηλαδή πως μία δυναμικότητα βρίσκεται σε θέση αξίωσης της πραγματικότητας. Δηλαδή, στο παράδειγμα της γάτας, αυτό το οποίο θα είναι στη σκεπή και κάνει νιάου νιάου είναι η γάτα, με όρους πραγματικότητας και σχετική βαρύτητα στο ον. Αυτό που επιχειρείται απερίφραστα είναι μία ντετερμινιστική οντολογία του αντικειμένου, με όρους άκρατης θετικιστικής σκέψης,  δηλαδή η γάτα πάντα θα κάνει νιάου.


Και που είναι το πρόβλημα θα διερωτηθεί κάποια ή κάποιος; Η προβληματική είναι στην μη στοχαστική διερεύνηση της δυναμικότητας της κοινωνικής κατάστασης, δηλαδή των διαπλεκόμενων σχέσεων δύναμης, όπως θα ήταν η σχέση ενός ιερέα με το ποίμνιο του, εφόσον και ο Λόγος του Θεού επιχειρείται να επικοινωνηθεί μέσα από επαναλαμβανόμενες κανονικότητες. Αν ο ελέφαντας, ήταν μέρος μιας σκεπής τότε αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο ως μέρος μίας ακραίας εκδοχής της θετικιστικής σκέψης , όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που λαμβάνει μέρος σ’ ένα θίασο τσίρκου και έχει μάθει να εκτελεί παραγγέλματα ανεβαίνοντας σε οροφές. Οι ελέφαντες σε πολλές ανατολικές χώρες είναι μέρος της καθημερινής κοινωνικής ζωής, χρησιμοποιούνται σαν ιερά ζώα, όπως στον ινδουϊσμό, ως και βοηθητικά ζώα στις καθημερινές εργασίες. 
Η ελεφαντόμορφη ινδουϊστική θεότητα Γκανέσα, 
πρέσβειρα της γνώσης και της σοφίας, 
που θεωρείται ότι βοηθάει τους πιστούς 
να ξεπερνούν τα εμπόδια. 
Έτσι είναι πολύ πιθανό να βρεθεί ελέφαντας σε μία οροφή, ειδικά στις πυκνοκατοικημένες περιοχές που η στέγη ενός σπιτιού είναι η αυλή του άλλου. Ακόμη στις δυτικές κοινωνίες οι γάτες λόγο της πολιτικής ελέγχου των αδέσποτων ζώων, έχουν εκλείψει από τις γειτονιές των μεγάλων μητροπόλεων, ενώ σ' αυτές τα σπίτια με κεραμίδια έχουν αντικατασταθεί από ψηλά κτίρια. Συν τοις άλλοις η γάτα στην ελληνική γλώσσα λέγεται ότι νιαουρίζει ενώ στα αγγλικά λέγεται ότι μιαουρίζει, καθώς προφέρεται ως μιάου (meow). Οπότε σε κάθε περίπτωση αυτό που καταδεικνύεται είναι η εξουσία αυτού που χειρίζεται το λόγο και επιχειρεί να καταστήσει την μόνη και μία αλήθεια, όπως στην περίπτωση της διαλεκτικής μεταξύ δύο ανθρώπων με διαφορετικές "ταυτότητες". Δεν εννοείται εδώ πως αυτό γίνεται με μία συνωμοτική διάθεση σκευωρίας. Εννοείται πως τα νοήματα είναι εκεί έξω ήδη πριν από τον οποιονδήποτε και ως δάνεια ρεύματα σκέψης, διαλεκτικές κοινωνικές ταυτότητες μπαίνουν σε κανάλια τους.


Αυτό που δεν περιμένει κανείς όμως, ως είθισται, είναι πως αν  ακούσει στα κεραμίδια κάποιο φώνημα που μοιάζει με γάτας, αυτό θα μπορούσε να είναι ο νίντζα που μιμείται φωνές ζώων αλλά η γάτα, καθώς νίντζα δεν υπάρχουν πια ή αν το σκεφτόταν αυτό πριν από την σημερινή διαπραγμάτευση θα θεωρούνταν μάλλον παρανοϊκός (?). Δεδομένο δεν είναι τίποτα και αυτό από μόνο του αποτελεί την πρώτη και θεμέλια σιγουριά α λα σωκρατική σπεσιαλιτέ.
 Το ενδιαφέρον είναι νομίζω να βλέπω κάθε φορά ποιος είναι αυτός ή αυτή που θέλει να μου παρουσιάσει μία κατάσταση ως δεδομένη και ποιους σκοπούς εξυπηρετεί μέσα σ' ένα συγκεκριμένο δυναμικό πλαίσιο, κινητοποιώντας την κοινωνική διαλεκτική. 
Ναι, γνωρίζω πως μπορεί να ακούγεται καχύποπτο και παρανοϊκό πως πίσω απ’ όλα «κρύβεται» κάτι μόνο που δεν εγράφη αυτό. Τις περισσότερες φορές οι συνομιλητές μου πιστεύουν ότι μιλούν την μόνη και δεδομένη «αλήθεια», δεν μπορούν καν να διανοηθούν πως χρησιμοποιούν συγκερασμένες πραγματικότητες πολλαπλώς δοκιμασμένες και politically correct αποδεχόμενες, ειδάλλως ο παραλογισμός και η τρέλα τους περιμένει στη γωνία. Χμ! Οι πολλαπλές αναγνώσεις και η κριτική παύση είναι κάτι όμως που, αν μη τί άλλο, δεν φοβάται ούτε την τρέλα ούτε τον παραλογισμό.