Mort du fossoyeur, Carlos Schwabe (1895) |
Όταν η επικούρεια φιλοσοφία διατύπωνε πως : "ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος, καθώς ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά[1]" δεν είχε σχεδιάσει την επίδρασή αυτής της υλικής ηδονιστικής αρχής στα μελλοντικά δρώμενα μιας «παγκοσμιοποιημένης» πολιτικής οικονομίας, που ψάχνει τρόπους άλλοτε για να ξεφύγει και άλλοτε να ξεγελάσει τον ιδεολογικό της θάνατο. Ενώ η επικούρεια ρήση προσπαθεί να αποδομήσει την ιδέα του θανάτου με ένα ελισσόμενο πισωπλατισμό, ανάγοντας τον σε μία αν-αισθητική κατάσταση , στις μέρες μου βλέπω το ίδιο αυτό υπερ/αν-αισθητικό (υπεραισθητικές δόσεις αναισθησίας) να δρα με πολλαπλές εκδοχές. Ο θάνατος ως πυρήνας παραμένει κάτι το κακό , εξαιρούμενος στις επιστημονικώς με το γάντι προσεγγίσεις, που μιλούν για γένεση μέσω αποδόμησης υλικών ενώ περνάνε γρήγορα οι σελίδες για να ξανακολλήσουν στο γένεση, δημιουργία, γένεση, δημιουργία, γένεση… εφόσον ο θάνατος κρατάει την έδρα της ανυπαρξίας. Ο θάνατος γίνεται το τέλος, η τελευταία παρενθετική αγκύλη στην αρθρώμενη πρόταση που λέγεται ζωή. Θα ήταν , αν όχι μάταιο, υπερφιλόδοξο να προσπαθήσω να αλλάξω την άποψη του κάθε αναγνώστη με αυτό μου το φλυαρολόγημα. Είναι σκοπίμως όμως ελπιδοφόρο να δανείσω, έστω μέσα απ’ αυτές τις παραγράφους, τις νοηματικές διόπτρες προς μία άλλη-έτερη οπτική. Σίγουρα η οπτική αυτή δεν θα είναι πρωτοπόρα ή καινοτόμα, αποσκοπεί όμως στο να είναι εναντιωμένη στους δοκησίσοφους εξουσιολάγνους που φέρονται ως λόγιες ταυτότητες, από τον εκφερόμενο λόγο στην στάση του λεωφορείου ως το έδρανο της βουλής και του πανεπιστημίου. Όσον αφορά το στενό μου κοινωνικό δυτικό πλαίσιο αναφοράς, και δη το ελληνικό με δάνειους αφηγηματικούς εθνικούς όρους, θα επαναλάβω πως αποπειρώμαι να δανείσω τις διοπτρίες “μου” εδώ, οι οποίες είναι εμπλεγμένες ιδεολογικώς και ιστορικώς, συνεπέστατες στα διακυβεύματα της εποχής τους με μία απόπειρα αναστοχαστικής διάθεσης.
Ξεκινώντας το ταξίδι μου για την σχολή και περιμένοντας στην στάση έτυχε να καταμαρτυρήσω τον διάλογο δύο παλιών γειτόνων, που ενώ χάθηκαν λόγω μετακόμισης του ενός σε άλλη χώρα, όπως θα δήλωναν, ξαναβρίσκονταν μετά από χρόνια στη στάση. Αυτό που άκουγα ήταν αρκετά καθαρό, καθώς οι φωνές χαράς είχαν υπερβεί την διάθεση μου για ύπνο. Το καλύτερο ήταν πως δεν ήξερα τα πρόσωπα αυτά και δεν θα τα ξανάβλεπα. Παραδόξως, την ημέρα εκείνη είχα ξεχάσει τα ακουστικά του πολυμηχανήτατος/επέκταση εαυτού, που με κάνει να αποφεύγω τέτοιες κουβέντες και συζητήσεις κατά την διάρκεια των μετακινήσεών μου. Εν συντομία ο Γιάννης είχε πιάσει δουλειά σε ένα τυπογραφείο ως γραφίστας και η Καλλιόπη είχε μετακομίσει στα βόρεια προάστια της Αττικής μετά από την περάτωση των νομικών σπουδών της στην Αγγλία, ενώ τώρα δούλευε ως ελεύθερος επαγγελματίας. Από τον διάλογο τους θα ήθελα να αναφέρω μόνο μία πρόταση της Καλλιόπης προς τον Γιάννη όταν μιλούσαν για το πόσα χρόνια πέρασαν . Φτιαγμένη και στυλιζαρισμένη όλο επιτυχία και καριέρα η Καλλιόπη λέει στο Γιάννη – Γιάννη: «Αχ βρε Γιάννη, είσαι 41 χρονών!!!;;;; Δεν σου φαίνεται καθόλου, μέχρι 30 σ’ έκανα όταν είδα να πλησιάζεις την στάση», κάτι που το διαδέχθηκε γέλιο και ένα «Έλα σιγά, και συ στα καλύτερά σου φαίνεσαι». Ας τα πάρω όλα όμως απ’ την αρχή. Εδώ θα έλεγα πως μπορώ να διακρίνω τουλάχιστον τέσσερα ρεπερτόρια στα λόγια της Καλλιόπης. Ποια είναι αυτά;
Παρτιτούρα α: Μα αυτή είναι η αλήθεια. Το πρόσωπο που δηλώνει κάτι σαν το παραπάνω σ’ ένα Γιάννη και θα απαντούσε στην ερώτηση γιατί το είπε αυτό, «γιατί αυτή είναι η αλήθεια». Εδώ όμως ας κάνω μία παύση και ας αναλογισθώ τι είναι η αλήθεια; Το μόνο σίγουρο είναι πως θα βρεθώ μεσοπέλαγα ανάμεσα σε αρχαιόπληκτα οντολογικά και γνωσιολογικά μονοπάτια της φιλοσοφίας και σε σύγχρονες δομολειτουργικές θεωρίες ορθολογισμού. Η κατάληξη θα είναι ο (Λ)όγος της επιστήμης, δηλαδή θετικιστική γνώση που μπορεί να «αποδειχθεί» ειδάλλως θα είναι άχρηστη. Μετρικά χαρακτηριστικά είναι αυτά που θα στοιχειοθετήσουν την “αλήθεια” όπως λόγος ηλικίας/ρυτίδων, ύψους/κιλών, χρώματος μαλλιών/αριθμός τριχών, λευκό δοντιών/γαλαζοπράσινο ματιών και συνεχίζει σε ποικίλης κλίμακας ανα-λογίες. Στις πλείστες των περιπτώσεων η απολογία με θέμα «γιατί μ’αρέσει»εμπλουτίζεται με την 7η τέχνη, δανείζεται από το Χόλυγουντ και εδώ ναι θα ακούω μία κουβέντα που εκπλήξεις μάλλον δεν κρύβονται. Στην περίπτωση που έλεγα πως η ηλικία είναι μια αυθαίρετη κοινωνική σύμβαση που έχει ξεχαστεί και σκεπαστεί με σχέσεις εξουσίας σε δημιουργημένες αναπτυξιακές κλίμακες κοινωνικά, τότε το αναμενόμενο είναι να γινόμουν το περίγελο που συστήνεται από την εκκεντρικότητα ενός σαλταρισμένου σχοινοβάτη μιας φιλοσοφίζουσας σκέψης, η οποία παραμένει σε αυτοαναφορικό επίπεδο, όπως και η νιτσεϊκή τρέλα. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει όρο λογικής και άρα της αλήθειας εφόσον δεν αναγνώριζε τον λόγο και την αλήθεια ως όρους φυσικής πραγματικότητας. Δεν θα αγγίξω στην διαπραγμάτευση μου αυτή την περίπτωση που κάποιος/α μιλάει με όρους «θείας αλήθειας» καθώς μετά το Διαφωτισμό, το παιχνίδι γέρνει υπέρ του Λόγου όχι του θεού αλλά της απόδειξης, όπως απέδειξε η τεράστια απήχηση του Καντ στην δυτική σκέψη με την Κριτική του Καθαρού Λόγου.
Παρτιτούρα β: Ώχ βρε παιδί μου. Σε μία άλλη (ή και συμπληρωματική περίπτωση) που ρώταγα το γιατί το είπε αυτό η Καλλιόπη στο Γιάννη, ενδεχομένως λάμβανα την απάντηση «άσε με βρε παιδάκι μου, τι να του πω τώρα ότι είναι σαν να έχει καταπιεί κρεμάστρα;» Σε αυτήν την περίπτωση η Καλλιόπη φαίνεται πως θα κινητοποιούσε την διάθεσή της για κοινωνική επιθυμητότητα, σε μία ψυχοφλυαρίζουσα υποψία. Ο πυρήνας που συντίθεται εδώ είναι αυτός της κοινής προτασιακής λογικής που αποκτάται ως κοινωνική δεξιότητα χωρίς καμία προσπάθεια απλώς ζώντας μέσα σε κοινωνικά σύνολα. Αυτό που δεν φαίνεται τόσο ξεκάθαρα σε αυτήν την προτασιακή λογική είναι πως λέω ότι λέω, κάνω ότι κάνω και σκέφτομαι όπως σκέφτομαι γιατί έτσι είθισται ή ακόμη καλύτερα επειδή έτσι είναι το σωστό, το λογικό, το συνετό. Αν πω πως ο Γιάννης είναι σαν να έχει καταπιεί κρεμάστρα χωρίς να έχω «προηγούμενα» μαζί του, μία συμπεριφορά που δεν μπορώ να αιτιο-/-λογήσω, αυτό με καθιστά αυτομάτως παρά-λογο/η. Ακόμη και στην περίπτωση που η Καλλιόπη το λέει αυτό στο Γιάννη, όταν ερωτάται γιατί το είπε αυτό, θα κάνει λόγο για μία “υποκειμενική” αισθητική έτσι ώστε να μην κριθεί πως παρα-λογίζεται. Εδώ το ερώτημα που μου έρχεται άμεσα είναι για ποια υποκειμενική/αντικειμενική αισθητική (οποιασδήποτε βιωματικής εμπειρίας) μιλάω; Μα οι λέξεις που θα χρησιμοποιήσω είναι συγκεκριμένες και ήδη φτιαγμένες πολύ πριν από μένα, τα μέτρα έχουν σταθμισθεί επίσης και είναι απολύτως περατά (ή μήπως όχι). Η υπακοή στο κοινωνικό κυρίαρχο γίγνεσθαι φαίνεται πως τα περατώνει, τα ορθολογικοποιεί και προφανώς τα ευθυγραμμίζει σε ένα συγκεκριμένο πατρόν κόψε-ράψε κανονικοποιητικής ορθότητας, στην οποία ότι δεν συντάσσεται αποκλίνει, εξαιρείται και αποτελεί την βάση του εναλλακτικού , του ιδιαίτερου, το οποίο όμως αναφέρεται με όρους ετερότητας σε αυτήν την κανονικοποίηση. Εδώ όμως είναι υπερβολικώς καίριο να αναφερθεί πως εκατομμύρια συνάνθρωποί μου αποτελώντας την πρώτη ύλη σαπωνοποιίας, το αγκάθι για την σύσταση ενός έθνους αποτελώντας ετερότητα στην ομοιογένεια του[2] σφαγιάστηκαν από άλλους συν-ανθρώπους, οι οποίοι συνεχώς αιτιο-λογούσαν πως εκτελούσαν διαταγές, ο καθένας στην «θέση» τους το ίδιο θα έκανε. Αυτή η υπακοή στην κανονικοποίηση θα απαντούσε και στο πως αισθητικά μία ελληνίδα δικηγόρος Καλλιόπη δεν μπορεί να ερωτευτεί ένα πακιστανό οικονομικό μετανάστη. Οι βάσεις τις αισθητικής κανονικοποίησης έχουν τεθεί και έχουν πείσει, ως ερυθρό αιμοσφαίριο που κυλάει σε αρτηρία, την κάθε Καλλιόπη και Γιάννη. Αν της πρότεινα της Καλλιόπης να συνευρεθεί ερωτικά με τον οικονομικό μετανάστη που βρισκόταν δίπλα μας θα μου απαντούσε στις πλείστες των περιπτώσεων πως “εγώ δεν έχω τίποτα με τους Πακιστανούς αλλά …(συμπλήρωσε κατά βούληση, η κυρίαρχη ιδεολογία τους έχει εξοπλίσει όλους για να συμπληρώσουν με ατέρμονες προτάσεις την παραπάνω φράση)”. Αυτή η κυρίαρχη ιδεολογία όμως και σφάγιασε και κανονικοποίησε το ωραίο μέσω μίας φυλετικής θεωρίας που παραμυθικώς αυθαίρετα συνέθεσε το ξανθό και γαλανό ως καθάριο, καλύτερα όμως εκθείασε την ομορφομετρικά στοιχειοθετημένη παρουσία είτε με ξανθό σκανδιναβίας είτε με ανατολίζον μαύρο του ερέβους[3], σε μία εναλλακτικότητα, που κληροδοτήθηκε στις επόμενες κυρίαρχες ιδεολογίες της δύσης. Oι ΗΠΑ βγήκαν επωφελημένες από το ΒΠΠ και από το ψυχροπολεμικό κλίμα, κάτι που θα έθετε σε κυρίαρχη θέση, το Χόλυγουντ ως ένα έμμεσο ιδεολογικό μηχανισμό, το οποίο ήρθε και αλληλεπίδρασε με Παρισινές κολεκτιόν[4] και ανέβασε σε σκάλες του Μιλάνο, κάνοντας λόγο στο πηλίκο του σύγχρονου lifestyle. Όλη η βιομηχανία της μόδας και της εξουσίας του συμβόλου πήρε αυτές τις νέες διαστάσεις στο δυτικό πλαίσιο. Σίγουρα δεν έχω καμία πρόθεση να ενοχοποιήσω την δύση και τον κάθε δυτικό, αν καταφέρω όμως να υποψιάσω αναστοχαστικά έστω και μία σκέψη μετά από κάποια τυχαία ανάγνωση θα έχω καταφέρει το στόχο μου.
Παρτιτούρα γ: Μου άρεσε και δεν ήθελα να το πω ευθέως. Στην περίπτωση που η απάντηση της Καλλιόπης δήλωνε ευθυτενώς το ερωτικό ενδιαφέρον τότε θα με βοηθούμε μια ψυχοδυναμική μιλώντας για (δυσ)ανεπίλυτα ηλέκτρεια συμπλέγματα, που θα αναβιωθούν στο πρόσωπο του Γιάννη, συγκρότηση του Εγώ που διεκδικεί και τα βάζει με το Θάνατο ενώ συμμαχεί με τον Έρωτα, και δεν συμμαζεύεται. Με αυτό τον τρόπο στοχεύοντας στο δάσος σίγουρα θα πετύχαινα τη φώκια στην παραλία. Αντιθέτως με την ψυχαναλυτική που μπορεί να είχε βάθος απύθμενο, θα προτιμήσω να κινηθώ στην αναλυτική σκέτο. Δηλαδή η Καλλιόπη με ποιο τρόπο φτάνει στο να το δηλώσει έμμεσα πως της αρέσει ο Γιάννης; Η απάντηση φαντάζει απλή! Μα αν του το έλεγε ευθέως τότε θα ακύρωνε κάθε μοτίβο θηρευτή άνδρα που κυνηγάει το κλωσσοτήριο θηλυκό, θα ήταν «μία πόρνη» καθώς «μία κυρία δεν κυνηγάει αλλά κυνηγιέται». Και μόλις εδώ μπαίνει από το παράθυρο η έννοια της σεξουαλικής ταυτότητας και μάλιστα όπως δομείται στο δυτικό στερέωμα. Μα είναι θεμέλια ταυτότητα θα μου έλεγε η Καλλιόπη και τότε αρκεί να τις πέταγα το μπουβουάριο ξόρκι «γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι». Εφόσον αρχίσει η επίδραση του μαγικού φίλτρου της απαγκίστρωσης από το ψυχοενδόσωμα, βλέπεις ξαφνικά τριγύρω άπαντες να γίνονται, αυτός που φοράει λευκά και φέρει στηθοσκόπιο γίνεται «γιατρός», αυτός που ξαπλώνει τον άλλο σε ανάκλιντρο για να του μιλήσει συνεχόμενα για 45 λεπτά, «ψυχαναλυτής», αυτός που φουσκώνει τους δικέφαλους βραχιόνιους και τον ορθό κοιλιακό τρέχοντας με σημαίες εθνικές, «άντρακλας» και κάνει την Καλλιόπη να νιώσει «γυναίκα», αυτό που βρίσκεται σε ένα καρότσι φασκιωμένο με ροζ ή σιέλ αντανακλάται ως «μωρό γούτσου-γούτσου». Όταν βλέπω βρέφη, παρεμπιπτόντως, σκιάζομαι, και όχι γιατί είναι τρομακτικά αλλά γι’ αυτό που πρόκειται να έρθει σε αυτό το πλαίσιο που βρεθήκανε και εφόσον κατακτηθεί η γλώσσα. Μα η Καλλιόπη δεν μπορεί να μιλήσει στον άντρακλα που μπορεί να χώσει και χαστούκι, ας είναι και νομικιά σπουδαγμένη, αν η ιδεολογία της είναι αυτή της φυσικής επιλογής και της (ευ)γενετικής που έχουν κατακλύσει κάθε επιστημονικό χώρο.
Το να μην μιλήσεις με αυτό το ρεπερτόριο της φυσικοποίησης σημαίνει πως δεν μιλάς λογικά καθώς είναι «φυσικό», το λιοντάρι να είναι λιοντάρι, η γυναίκα να είναι γυναίκα, ο άνδρας να είναι λιοντάρι, ο πλούσιος να είναι καρχαρίας και ο φτωχός να είναι σαρδέλα, “έτσι μας έμαθαν” λέει, “τώρα θα τ’ αλλάξουμε”; Η ιδεολογία της φυσικής επιλογής/ευγενετικής φαίνεται μέχρι και στα επαναστατικά πανό της οικονομικής κρίσης, όπου πολλά μικρά ψαράκια πάνε να φάνε ένα μεγάλο, απλώς αντιστοιχείται με αντίθετους όρους. Είναι αυτό που είπα, μα δεν μπορώ να μιλήσω με άλλα νοήματα / ιδεολογήματα πέραν αυτών που είναι ήδη διαθέσιμων, το ηθικό δίλημμα είναι αν θα κάνω παύσεις να τα ξανασκεφτώ κριτικά. Το αυθαίρετο παραμυθικό της ιδεολογίας της φυσικής επιλογής είναι πως μία περιγραφή που σχετίζεται με άλλες δομές, με διαφορετικά πράγματα και αυτή χαοτική στις περιγραφές της, ένα χρυσόχαιτο λιοντάρι στην σαβάνα, τείνει να γίνεται το χρυσό αγόρι βρετανικού λόμπι. Μα η απάντηση είναι απλή, αυτό που γίνεται είναι ένα παραμυθικό ευ/φυο-λόγημα που σκοπεύει στην διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης, αν θέλω να κάνω το παραμύθι αλήθεια, είναι απλό, θα αρχίσω να το από-δεικνύω[5]. Σχετικά με το αισθητικό τμήμα της φυσικοποίησης αυτής δεν έχω ακούσει ποτέ να περιγράφεται ένα ποθητό που να περιέχει δύο κεφάλια, δώδεκα δάκτυλα ή μπλε αυτιά και εδώ μπαίνει ο όρος της αναπηρίας που φαίνεται πως αλλάζει και αυτός, όπως και η βιομηχανία της μόδας. Τι είναι αναπηρία; Και ποιος την κρίνει με ποιον τρόπο; Αντικείμενο σκέψης και ίσως κίνητρο επόμενης φλυαρολογίας. Πάντως αν μου θέσει την παραπάνω πρόταση η Καλλιόπη αυτό που θα συνδηλώνεται είναι η αναμονή της βασούλας για τον ασημένιο ιππότη, καρπερός αυτός , τροφαντή αυτή – στα επίμαχα σημεία. Κι όμως κάθε δυτική σκέψη μιλώντας εγώ για επίμαχα στοιχεία σκέφτηκε γοφούς, στήθη, χείλια και όχι δεν είναι τυχαία η σκέψη αυτή καθώς καταδεικνύεται το πως πιάνεται η κυρίαρχη ιδεολογία και δη της αισθητικής επικαιροποιημένα.
Σε αυτό το σημείο έρχεται η παρτιτούρα δ, η οποία αντλεί από τα προηγούμενα και συνεχίζει: μου αρέσει, όχι ερωτικά αλλά είναι αντικειμενικά ωραίος. Αν η Καλλιόπη είναι κτήμα του Μήτσου και ο Μήτσος κτήμα της Καλλιόπης, δηλαδή κοινώς «έχουν σχέση», τότε μόνο αυτό της επιτρέπεται να δηλώσει, αν και δεν θα γλυτώσει από τα πυρά του καλού της εφόσον το ακούσει. Τι είναι αυτό που κάνει εδώ όμως η Καλλιόπη; Δηλώνει πως ο Γιάννης μάλλον είναι γραμμωμένος, μάλλον θα έχει κάποια ηλικία όχι μεγάλη (ή αν “έχει φάει τα ψωμιά του” οφείλει να είναι “σπαθάτος”), μάλλον έχει στιλπνά μαλλιά ή και καθόλου, κάτι που τον “βαρβατώνει” περισσότερο, μάλλον να έχει πλάτες σκαφωτές και κορμοστασιά λυγερόκορμη. Επίσης, μία αιθέρια ύπαρξη θα μπορούσε να πλαγιάσει στους στιβαρούς του μύες και να νιώσει ασφάλεια τις κρύες μέρες τις κρίσης. Φυσικοποίηση, σεξισμός, αντικειμενοποίηση, λόγος είναι όλα παρόντα! Μάλλον τελικά ο Γιάννης είναι ένας Λ.Ε.Δ.Α, κατά την πληθώρα τον περιπτώσεων, δηλαδή Λευκός Ετεροσεξουαλικός Δυτικός Άρεννας. Παύση. Δεν έχω τίποτα με κάθε πρόσωπο που απαρτίζεται απ’ όλα αυτά συγκυριακά, έχω όμως μείζων πρόβλημα, από φορείς που τα προάγουν σε ερείσματα εύκολης φερόμενης εξουσίας κληροδοτημένης ιδεολογικά σε εκφορές από τον καθημερινό λόγο στην στάση του λεωφορείου μέχρι την εκφορά τους σε τυπικά πλαίσια πολιτικής. Από την Καλλιόπη στην στάση που αυτό/έτεροκαθορίζεται με βάση αυτό και τον/την διδάσκων/ουσα σε πανεπιστήμιο, που αναγνωρίζοντας ταυτότητες το χρησιμοποιεί καθημερινά για να κρίνει το ωραίο και το ορθό μέχρι και τα “ανδρείκελα” στα βουλευτικά έδρανα που προασπίζουν την καθαριότητα του ΛΕΔΑϊκού έθνους, έχω πρόβλημα!. Και όλα αυτά γιατί; Εφόσον μιλάω για πράγματα νομίζω πως αυτά είναι απλά και συνάμα σύνθετα. Σύνθετα για να κατανοηθούν οι νοηματικές εξυφάνσεις του καθενός σε μία δυναμική κατάσταση, και απλά στην κατανόηση της κάθε μιας επί μέρους. Δηλαδή το άθροισμα των επιμέρους υπερβαίνει την σύσταση του καθενός ξεχωριστά. Για παράδειγμα είναι δύσκολο να μου έρθει μέσω επιφοιτήσεως μία κριτική για τον θεσμό της οικογένειας, μπορώ όμως να το πάω βήμα βήμα σχετικά εύκολα, ξεκινώντας από μία πολύ συγκεκριμένη οικογένεια, π.χ. αυτήν που ανήκω.
Αυτό που χρειάζεται αρχικά να επι-σκεφτώ, σε επαγωγική αναζήτηση, εφόσον βρίσκομαι σ’ ένα δυτικό πλαίσιο, είναι η οικογένεια στην δυτική κοινωνία. Δηλαδή, η πυρηνική οικογένεια. Αξιοσημείωτο είναι πως ακόμη και οι πρόσφατες τάσεις περί νομιμοποίησης του γάμου των ομοφυλόφιλων ζευγαριών, που παρατηρείται στις ΗΠΑ, κάτω από αυτό το πρίσμα που διαπραγματεύομαι δεν είναι ολωσδιόλου χειραφετητικές, εφόσον πάνε να πατροναριστούν στην μίμηση του παραδοσιακού μοντέλου πυρηνικής οικογένειας. Το παραμυθικό σκεπτικό είναι απλό, πρόγονοι που με κληροδοτούν , απόγονοι που με διαιωνίζουν. Μετά το 1953 αυτό συγκροτείται πολύ καλά[6]. Πως διαιωνίζομαι εγώ μέσα από τα παιδιά "μου" ρωτάω σήμερα; Μα είναι πολύ απλό θα μου πει κάποια/ος, κληροδοτώντας το DNA "σου" μέσω τεκνοποίησης. Χα! Χα! Χα! Προκαλώ κάθε αναγνώστη και αναγνώστρια να μου πει ποιοι ήταν οι πρόγονοί του πριν από έξι γενιές. Χα! Χα! Χα! Κανείς δεν θα απαντήσει εκτός και αν ανήκει σε βασιλική οικογένεια που ακολουθεί τα πρωτόκολλα. Ορίστε που ένας συντηρητικός τρόπος του σκέπτεσθαι παρεισφρέει με τόσο αθώο τρόπο στα λεχθέν της κάθε Καλλιόπης όταν δηλώνει πως ο κάθε Γιάννης θέλει να γίνει ο ρωμαλέος πατέρας των παιδιών της και αυτή η καλή ροζουλί τροφός τους. Έτσι νομίζει πως θα νικήσει το θάνατο! Θα περάσει το “είδος” της , μαζί με του καλού της, στην συνέχεια της ζωής. Και εδώ αρχίζει το προκρούστιο πανηγύρι. Μέτρα, ίντσες και δεκάμετρα αρχίζουν να παρελαύνουν, σιλικόνες και υαλουρονικά κάνουν ακροβατικά, φακοί επαφής και υπεροξείδια χαιρετούν τους θεατές, τρίχες μακριές και τρίχες κοντοκουρεμένες στοιβάζονται στενά ή μία δίπλα στην άλλη, δώρα από λευκό της αδαμαντίνης και της οδοντίνης και πυρόξανθο του φοίνικα, πράσινο της άνοιξης και γαλάζιο της λίμνης έρχονται να συνθέσουν «ονειρικά» σχέδια για την νίκη του θανάτου. Συγγνώμη στο τέλος του θεάματος αλλά χάσαμε! Η μόνη νίκη εδώ είναι της υπερισχύουσας προπατορικής ιδεολογίας περί (παπ)άριας φυλής που συγκροτεί και συγκροτείται σ’ ένα δυτικό σκηνικό δίνοντας καρπούς στα βλαστάρια της , νεοφιλελευθερισμό και εκπροσώπηση. Ο θάνατος στην δυτική παρτιτούρα είναι η σκέψη που απεμπολείται, το γήρας και το αποκλίνων νεανικό επίσης, π.χ. οι εφηβικές αυτοκτονίες που αφορούν emo, gay και όλων των ειδών των “αποκλινόντων” αυτού του κανονικοποιητικού φυσικού υγειονομικού ιδεολογήματος. Έννοιες που πολεμούνται ενόψει της απαστράπτουσας ακτινοβολίας αστέρων, τα οποία μοιάζουν με κέλυφοι που όσο θωρακίζονται τόσο ενισχύουν μία ουσία που θέλουν να την ονομάζουν ψυχή. Και οι διαδικασίες συντήρησης του κοινωνικού στερεώματος και ταρίχευσης του σώματος καλά κρατούν.
Νομίζω ότι στην εξουσία του εκφέροντος λόγου μου , αν υπάρχει για σένα, θα προτείνω την επί-σκεψη του θανάτου σε καθημερινή βάση, και αυτό δεν είναι μία πεσιμιστική θεώρηση, είναι ένας τρόπος να ξανά-αρχίσω, καθώς όσο παρατηρώ τον θάνατο δεν μπορώ να λυπάμαι για αυτόν αλλά να αντιτίθεμαι σε όλα αυτά που με θανατώνουν καθημερινά και εγώ τ’ αφήνω! Ο θάνατος είναι ο θείος/γείτονας που ενώ δεν είχα ποτέ σχέσεις συγγένειας μαζί του, με αποτρέπει να ξεκινήσω το κάπνισμα επειδή καπνίζει ο ίδιος, και θα ήθελε να τον απέτρεπαν και αυτόν όταν το ξεκινούσε. Κανένας δεν τον ακούει, όλοι τον προσπερνάμε στην γειτονιά γρήγορα για να βρεθούμε με το απαστράπτον γκομενικό μας. Και συνεχίζουμε το “κάπνισμα” έκαστος στην ατομικιστική «φτιάξε τον μοναδικό εαυτό σου» ιδεολογία φουμάροντας ένα τόσο ίδιο καπνό. Ευτυχώς όμως που ο θείος είναι αθάνατος και μπορεί να μας θυμίσει πάντοτε πως η μοναδική δικαιοσύνη είναι ο ίδιος, όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στο θάνατο, απλώς κάποιοι έχοντες τα φράγκα το καθυστερούν. Οι λοιποί τώρα που δεν τα έχουν και ζουν τις επίπλαστες ρευστότητες μίας δυναμικής κατάστασης συλλήβδην σε χρονικότητες νομίζοντας πως θα την πάρουν την εξουσία στα χέρια τους έκαστος ατομικά, μήπως να πάψουν για το ξεροκόματο , να ξανα-σκεφτούν και να πάνε για την πίτα όλοι μαζί, χωρίς σύνορα, εθνολατρείες και φυσικοθεωρίες, αφήνοντας τον Γιάννη και τη Καλλιόπη να περιμένουν το λεωφορείο που θα τους πάει στην δουλεία τους, πιστεύοντας πως συνουσιαζόμενοι νεοφιλελευθέρως θα απαλλαγούν από όλα τα δεινά και δη το θάνατο;
[1] Επίκουρος, Κύριαι Δόξαι, Ὁ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς· τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ͵ τὸ δ΄ ἀναισθητοῦν οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς
[2] Αναφέρομαι στην πρόσφατη σφαγής της Σρεμπρένιτσα, άγνωστη κατά τους πολλούς, “ένα έγκλημα πολέμου που διεπράχθη κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βοσνίας. Το 1995, Σέρβοι από τη Βοσνία σκότωσαν 8.000 Βόσνιους μουσουλμάνους άνδρες και αγόρια στη Σρεμπρένιτσα. Η πόλη είχε κηρυχθεί ασφαλής περιοχή από τα στρατεύματα του ΟΗΕ δυο χρόνια νωρίτερα και φυλασσόταν από Ολλανδούς στρατιώτες. Όταν οι Σέρβοι την κατέλαβαν, οι πολύ λιγότεροι σε αριθμό Ολλανδοί, δεν έριξαν ούτε μια τουφεκιά για να υπερασπίσουν την πόλη. Πολλοί Βόσνιοι πήγαν στο στρατόπεδο του ΟΗΕ για να ζητήσουν προστασία και αρκετοί δεν έγιναν δεκτοί. Οι στρατιώτες του ΟΗΕ ζήτησαν απεγνωσμένα υποστήριξη, η οποία δεν τους δόθηκε ποτέ. Οι Σέρβοι ξεχώρισαν τους άνδρες και αγόρια από τις γυναίκες και τους σκότωσαν, περίπου 8.000 ανθρώπους, ρίχνοντας τα πτώματά τους σε ομαδικούς τάφους. Η σφαγή αυτή ήταν η μεγαλύτερη της Ευρώπης μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.”, πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Σφαγή_της_Σρεμπρένιτσα
[3] Jessica R. Johnston, The American Body in Context: An Anthology
[4] Λέγοντας έκτρωμα δεν εννοώ τις «τερατογενέσεις» που χρησιμοποιήθηκαν ως επιστημονικό άλλοθι για να αιτιολογήσουν εκτρώσεις αλλά θα υιοθετήσω την μορφή μη συμβατή με τη ζωή για την νοηματική μου απήχηση.
[5] Βλ. τον επιστημονικά εξειδικευμένο κλάδο της ψυχολογίας που θέλει να ονομάζεται «Συγκριτική» ή «Ηθολογική μελέτη» (των ζώων) με απώτερο σκοπό να παραλληλίζεται στην ανθρώπινη συμπεριφορά π.χ. Κούρτοβικ, Δ., Συγκριτική ψυχολογία (Ηθολογία), Ελληνικά Γράμματα (1994)
[6] Στις 2 Απριλίου του 1953, οι Watson και Crick, δημοσιεύουν στο επιστημονικό περιοδικό Nature, (φύση) το άρθρο που περιέγραφε την διπλή έλικα του DNA, υπό τον τίτλο A Structure for Deoxyribose Nucleic Acid (Μία Δομή για το Δεοξυριβο - Νουκλεϊκό Οξύ), κάτι που είχε ξεκινήσει προ πολλού από την Franklin και τον Wilkins.