There is no World
without an Act of Meaning

Επιλογή ή / και Εξαναγκασμός


The storm begins” λέγεται το κομμάτι που επέλεξα για να αρχίσω να γράφω, να εκθέτω, και μέσα από αυτό να εκθέτομαι. Η καταιγίδα αρχίζει λοιπόν, μία καταιγίδα λέξεων, νοημάτων και σχέσεων εξουσίας, τα γράμματα παρατάσσονται στη σειρά ως δικοί μου στρατιώτες αυτή τη φορά για να δώσουν την δική μου μάχη, μέσα στο λασπωμένο και χιλιοπατημένο έδαφος των νοημάτων.

 Παίζοντας και απόψε με τις τεχνικές θα δω την έκβαση αυτής της μάχης, θα νικήσει η Επιλογή ή ο Εξαναγκασμός, δεν υπάρχει μανία με το «Ε» πάντως "σίγουρα" και ‘γω Εμμανουήλ λέγομαι. Από ποιους, πως και γιατί, θα ήταν ωραία αρχή για μία κατοπινή μου αναζήτηση, κάποια άλλη χρονικότητα.

Στην αιτιοκρατική σκέψη του αναγνώστη χρειάζομαι ένα άλλοθι για αυτήν μου τη κίνηση, ως ένας ακόμη μακιαβελικός ηγεμόνας που καταδιώκει τους τρομοκράτες του χειριζόμενος την εξουσία του λόγου του, και ευθύς αμέσως θα την παρουσιάσω. Δεν πέρασαν πολλές ώρες από την επίσκεψη μου σε μία γυναίκα που πάσχει από μεταστατικό καρκίνο στους πνεύμονες, και λίγο πολύ οι περισσότεροι με αυτή τη περιγραφή αποκτούν εικόνα, άλλοι φτύνονται, άλλοι χαίρονται που δεν είναι οι  ίδιοι ασθενείς και συνάμα ένοχα συναισθήματα λύπης αρχίζουν να αναλαμβάνουν τη κυριαρχία ενώ άλλοι αντιδρούν παντοδαπώς απρόβλεπτα σε αντίδραση του γράφοντος. Το αίτημα αυτού του προσώπου με το καρκίνο που επισκέφθηκα ήταν να πάρει μια άποψη ενός πιο ‘ειδικού’ καθώς της άλλαζαν για άλλη μια φορά την «θεραπεία». Σε καμία περίπτωση δεν αναλαμβάνω θέση θεράποντος, δεν μου πάει, δεν το θέλω, δεν… θα σκεφτώ κάτι ακόμη. Κάθε φορά που μιλάμε νιώθει όμορφα  έπειτα εφόσον έχουμε συζητήσει για διάφορα θέματα και χωρίς να είμαι ο ένοχος μεσσίας της, όσο νιώθω όμορφα και 'γω συνεχίζω να ανταποκρίνομαι στα αιτήματα της για επισκέψεις.

Το σημερινό ερώτημα ήταν αν «είναι καλύτερο το νέο φάρμακο από το παλαιό». Ποιο νέο όμως και ποιο παλιό; Αυτό που θα έβλεπε κάθε φοιτητάκος διαρκείας, όπως και του λόγου μου αποφεύγοντας την κατά μέτωπο σύγκρουση, είναι πως και τα δύο σκευάσματα είχαν κάτι κοινό, ή ακόμη καλύτερο κάτι ολόιδιο και κάτι συνάμα τόσο διαφορετικό. Το ίδιο ακριβώς και στα δύο ήταν η δραστική ουσία, σερτραλίνη, η οποία παραβάλλω […]ανήκει σε μια κατηγορία φαρμάκων που ονομάζονται εκλεκτικοί ανταγωνιστές της επαναπροσληψης σεροτονίνης. Επηρεάζει χημικές ουσίες στον εγκέφαλο που μπορεί να προκαλούν κατάθλιψη, πανικό ή άγχος, ιδεοψυχαναγκαστικά συμπτώματα. Η σερτραλίνη χρησιμοποιείται στη θεραπεία της κατάθλιψης, της ιδεοξυχαναγκαστικής διαταραχής, της προεμμηνορυσιακής δυσφορικής διαταραχής και της μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής»[1]. Δεν υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ στα δύο ιατροφαρμακευτικά σκευάσματα ως φάρμακο, η διαφορά ήταν στο όνομα. Αυτή η διαφορά φυσικά απηχούσε τις διαφορές μεταξύ δύο εμπορικών εκπροσώπων και συνεπώς των επονομαζόμενων ιατροφαρμακευτικών προϊόντων. Μιας και μιλώ για προϊόντα, σε ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα (και δη νεοφιλελεύθερο) που αυτά συστήνονται ως τέτοια, αγαθά δηλαδή προς πώληση ανάλογα με το εκάστοτε κοινωνικοπολιτικό έθος, το ένα με 30 δισκία των 50mg είχε 13,76 ευρώ και το άλλο με 14 δισκία των 50mg είχε 8,11. Αν κάνω την αριθμητική πράξη θα βρω πως η δεύτερη επιλογή έχει διαφορά 3,61 ευρώ περισσότερα χωρίς να αλλάζει τίποτα παρά το όνομα [2]. Μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί αν εδώ κάνω ένα μάθημα πολιτικής οικονομίας, η απάντηση θα ήταν ναι και όχι μαζί. Ναι όσον αφορά το επίθετο πολιτικής όχι όσον αφορά το ουσιαστικό οικονομίας. Σε μία δική μου απήχηση αυτή οι δύο όροι θα ήταν μάλλον αντεστραμμένοι ή και χωρισμένοι καλύτερα, ευκρινώς. 

Το παιχνίδι με τις λέξεις φαίνεται να είναι επικίνδυνο και το δίλλημα μου δεν είναι ποιο από τα δύο σκευάσματα είναι το καλύτερο αλλά τι λέξεις θα χρησιμοποιήσω για να καταδείξω πως όλοι η «πραγματικότητα» που ζούμε, εγώ και εσύ μαζί, μάλλον, τώρα μόλις που μοιραζόμαστε αυτές τις λέξεις, είναι κάτι που φτιάχνεται. Σήμερα την φτιάχνω εγώ για σένα με τα εργαλεία που έχω διαθέσιμα και αυτά είναι οι λέξεις. Αυτές όμως δεν είναι τόσο αθώες όσο φαίνονται. Για παράδειγμα πριν ανέφερα την γνωστή περίφραση «πολιτική οικονομία», πίσω από αυτήν αν κοιτάξει οποιοσδήποτε (φιλόδοξος;) λίγο προσεκτικότερα και με κάποια κριτική προοπτική θα δει πως κρύβονται αιώνιες μάχες, και όχι με γλαφυρό τρόπο αιώνιες. Από την ανατολή των νεωτερικών εθνών δίνονται συνεχώς μάχες για την υπερίσχυση του "ενός" έναντι του "άλλου" έτερου, από το εναντιώμενο γαλλο-πρωσικό ως και το ψυχροπολεμικό ρωσσο-αμερικάνικο. Όλες οι «πολιτικές οικονομίες» βρίσκονται μέσα στα όρια εθνικών οντοτήτων και των γλωσσικο-ιδεολογικών τους συμπλεγμάτων. Φορείς αυτών ποιοι; Μα εγώ και εσύ που βρεθήκαμε εκ των υστέρων μέσα σε αυτά τα μορφώματα. Εδώ βρίσκομαι επάνω σε αρτηρία, πέρα από αυτήν δεν υπάρχει νόημα και μάλλον αυτό υπάρχει πριν από μένα για μένα εκεί έξω. Δεν γεννιέμαι Εθνικός, γίνομαι[3].  Έτσι με αυτό τον τρόπο καταδυναστεύομαι με όλα αυτά που ‘πρέπει’ να εκπληρώσω γινόμενος  κοινωνικά. Το ότι «γίνεσαι» ψυχασθενής, λεσβία, πούστης, χωρισμένος, αποτυχημένος, χοντρός, άσχημος, άρρωστος, φτωχός και όχι πλούσιος είναι κάτι που μάλλον φαίνεται κοινωνικά ότι το "επιλέγεις". Και εδώ φαίνεται πως πρόκειται για ένα τραγέλαφο. Κωμικό αν δει κανείς τον τρόπο με τον οποίο αυτό συγκροτείται παίζοντας – πλέκοντας νοήματα με κάτι που προϋπάρχει και κάτι που χτίζεται αυτοστιγμεί, και σοβαρά τραγικό αν δει κανείς τις επιπτώσεις στο πρόσωπο που μετέχει επιβαρυνόμενο και συνεπώς στην κοινωνία που παρουσιάζει τα δεινά του (ρατσισμός, ατομικότητα,  φυλογενετική ερμηνεία, σεξισμός, μίσος… συμπληρώσε κατά βούληση εφόσον έχει κατανοηθεί το προηγούμενο). Η βεντάλια ως οντότητα είναι πεπερασμένη και πόσο ακόμη ένα νόημα που επιλέγω επάνω στην βεντάλια-παλέτα για να κάνω τα "μοναδικά" μου νοήματα.

Το πρόσωπο που με κάλεσε για τα φάρμακα του, ομοίως είχε γίνει ‘ψυχασθενής’ από τον ψυχιατρό της και από την δική μου ματιά, ο χωρισμένος γιος που είδα στο Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής γινόταν ‘ευάλωτος έφηβος’ μπροστά στον ψυχολόγο, ο αλλοδαπός γίνεται ‘ξένος’ γιατί κάποιος νομίζει ότι ένα έδαφος είναι δικό του γονιδιακά, ο φτωχός γίνεται ‘αδύναμος’ γιατί κάποιος του πουλάει το φαγητό του και έτσι συνεχίζεται να γίνεται μία «πραγματικότητα» και να του σερβίρεται. Εδώ δεν εννοώ ότι αυτά δεν ανταποκρίνονται σε μία «πραγματικότητα». Αντιθέτως θέλω να πω πως με κάνουν και δεν γίνομαι, και μέσα σ’ αυτό νομίζω πως είναι η δική μου – η ω τόσο μοναδική επιλογή! Μα τι λέω, εγώ δεν επιλέγω να γράψω για να διαβάσεις εσύ, εσύ με εξαναγκάζεις, η προσδοκία πως κάτι μπορεί να αλλάξει.  Και ακόμη όχι, δεν επιλέγω να γράψω, απλώς σκέφτομαι την κάθε λέξη, η οποία όπως είπα είναι πολύ ύπουλη και επικίνδυνη, είναι σαν τα ράμματα που χρειάζονται για να κλείσει ένα τραύμα, κάθε ένα από μόνο του ράμμα αποτελεί μία πληγή. Αυτό είναι κάτι που οφείλω να το γνωρίζω αν είμαι χειρουργός και να μην το ξεχνάω ποτέ ακόμη και μετά από μεγάλη συνήθεια. Η συνήθεια θα γίνει έθος, όσοι θυμούνται από τα αριστοτελικά corpora.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση θα ήμουν καθέτως αντίθετος προς ένα ιστορικό υλισμό που θα πραγμοποιούσε, δηλαδή συγκροτούσε οντολογικώς μέσα από την πραγματιστική σκοπιά, μία μοναδική αλήθεια στο μάκρο-επίπεδο. Η μικροφυσική της εξουσίας, όπως έχει φανεί και στο Φουκώ, δεν ξεκινάει εκ του μάκρο πάντα αλλά κοινωνείται καθημερινώς στις μίκρο κοινωνικές της εκφάνσεις.

 Ποιος όμως θυμάται (ξανασκέφτεται) τις λέξεις; Όχι γιατί μου είπε έτσι ο Μήτσος αλλά τι χρειάζεται να πω στο Μήτσο για να είμαι ηθικός/ηθική με βάση ότι αυτός είναι εκεί και μ’ ακούει, με βλέπει και προσδοκώ να με νιώσει. Οπότε κάθε λέξη από εδώ και στο εξής θα συμφωνήσουμε πως «ΚΑΝΕΙ» μία πράξη. Να μία ‘πακιστανή λεσβία’. Μόλις έγινα σεξιστής, ρατσιστής, ομοφοβικός μισαλλόδοξος με την εξουσία του λόγου μου και να λοιπόν πως αποκτώ αμέσως ευθύνη σε αυτό που λέω. Δεν είναι ποτέ έτσι ‘απλώς’ τα πράγματα, εγώ έχω την ευθύνη κάθε φορά πού τα (έπι)κοινωνώ

Η «επιλογή» είναι η μεγάλη παγίδα της γλώσσας, και ειδικά της νέας φιλελεύθερης. Παγίδα γιατί μέσα της κρύβει τον εξαναγκασμό. Οικογένεια χωρίς γονείς είναι αδιανόητο όπως το γλώσσα χωρίς φορέα. Κι αν γίνεται όμως; Πάει πουθενά η σκέψη σου; Εμένα μου έρχεται πρόχειρα η επικοινωνία, και όχι γλώσσα εδώ καθώς θα τυποποιούσε την επαφή, κατά την έλξη δύο (ή και περισσοτέρων) ανθρώπων, είναι κάτι που πολλές φορές η γλώσσα δεν μπορεί να ικανοποιήσει, κάτι που αρχίζει να μπαίνει σε ελευθερία τέχνης, λογοτεχνίας, ζωγραφικής, γλυπτικής και άλλων όταν δεν είναι τυποποιημένη τεχνικά… εκεί νιώθεις, δεν μιλάς, κοιτάς, αγκαλιάζεις, μυρίζεις, αφουγκράζεσαι, γεύεσαι και τελικά νιώθεις. Πάσχοντας από την εποχή μου… συνέχισέ εσύ το κείμενο… ζωντάνεψέ το, προσπάθησε να μην ξαναδείς ‘πακιστανή λεσβία’ επειδή αυτή η περίφραση πια είναι κενού περιεχομένου, μη βάσιμη και παντελώς αυθαίρετη καθώς ως τώρα δεν (ανα)ρωτήθηκες ποτέ.




[1] ΙΑΣΠΙΣ, Ιδεώδες Ασκπληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Αθηνών, http://panacea.med.uoa.gr/topic.aspx?id=771
[2] Άλλαζαν και κάποια δευτερεύοντα πράγματα μαζί με το όνομα όπως το χρώμα του κυτίου, η περιοχή που έδρευε η μία εταιρεία από την άλλη – χαρακτηριστικά η φθηνότερη εταιρεία βρισκόταν στην Αγία Βαρβάρα Αττικής που βρίσκεται στα Δυτικά προάστια, γνωστά ως όχι τόσο εύπορα ενώ η άλλη στο Ψυχικό που βρίσκεται στα Βόρεια προάστια, γνωστά ως η εύπορη γωνιά των Αθηνών.
[3] Εδώ παραφράζω την γνωστή φράση της Σιμόν ντε Μπουβουάρ πως δεν γεννιέται γυναίκα κανείς αλλά γίνεται από το βιβλίο της ‘Το Δεύτερο Φύλο’, καταδεικνύοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα το φύλου που υπερισχύει ένα του φυσικού όσον αφορά τον άνθρωπο καθώς δεν νοείται εκτός κοινωνίας και αποτελεί βασικό πυλώνα της φεμινιστικής σκέψης. Έτσι εθνικός εκτός κοινωνικού χώρου είναι κάτι το αδιανόητο, δεν υπάρχει αίμα που ανήκει σε φυλές αποδεδειγμένο στις μέρες αυτές, το επιχείρημα του εθνικοσοσιαλισμού αποτελεί επιχείρημα των απαίδευτων εθνικοφρονούντων που αντλούν νοήματα ταυτότητας από μία φαντασιακή υπερομάδα, αυτή του έθνους βλ Καστοριάδη, Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.