There is no World
without an Act of Meaning

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

o Οικείος και ο Ξένος


Ποιος είναι ο οικείος ποιος είναι ο ξένος;
REUTERS/Gianni Mania (ITALY)
Αν δεν υπήρχε ο οικείος δεν θα υπήρχε και ο ξένος. Έννοιες αλληλοσυμπληρωματικές σαν το εγώ και το εσύ. Μέσα από την ετερότητα του ενός μέλλει να γίνεται γνωστό το άλλο. Αυτοί που με γεννάνε κληροδοτούνται κοινωνικά, θεσμικά και νοηματικά με την πρώτη οικειότητα, αυτήν της σάρκας που ντύνεται με τα νοηματοδοτούμενα ρεπερτόρια που υπάρχουν πριν την γέννηση. Αυτοί που θα με βοηθήσουν να σηκωθώ αν πέσω όμως; Πόσο οικείοι είναι;

Και ποιοι είναι οι οικείοι;
Όσοι δεν είναι ξένοι. (;) Κι όλο το πλέγμα συσχετίσεων και επιτελεστικών πράξεων αρχίζει και εξυφαίνεται: σύνορα, χωράφια, μάντρες, οικογένειες, παρέες, διαβατήρια, βίζες, νομοί, πόλεις, εταιρείες, γκόμενοι, προσδοκώμενοι, όμιλοι, ανεμόμυλοι και αλευράδες. Ένα σκηνικό με εμένα μαριονέτα, σε πολλές περιπτώσεις φοβισμένη, που αν κόψει τα σχοινιά της θα φαντάζει ανάπηρη στο χώμα αποκομμένη από τα κινώντα νήματα.

Και εγώ;
Με μάτια που αρχίζουν να μην βλέπουν πλέον μυωπικά με όρους εκμαθημένης «οικειότητας» αρχίζω να θέλω να βρω άλλες λέξεις για τις νέες μου οικειότητες. Λέξεις όπως αγκαλιά, χάδι, στοργή, προνόηση, μέριμνα, σκέψη, νεύρα, θυμός, αποδοχή, χαμόγελο, τροφή, ασφάλεια για την ανασφάλεια, έρωτας, σεβασμός, υπαρξιακή αναγνώριση.

Και τότε;
Σε αυτές τις στιγμές αρχίζουν τα στοιχήματα. Πως καλύτερα από ότι ήδη έχει εγκαθιδρυθεί θα τραβήξω το κουπί ούτως ώστε να κινηθώ προς την κατεύθυνση που θα βρεθούν αυτά τα πρόσωπα ενδιαφερόμενης οικειότητας; Θα βρεθούν από εμένα σε παραλίες καλύτερες από το μεσοπέλαγο ναυάγιο της άρχουσας εγκαθιδρυμένης οικειότητας, αυτής των κινούμενων σχοινιών.

Κι όμως;
Είναι πολλοί οι ναυαγοί αυτές τις μέρες, πολλά τα πνιγμένα παιδιά κι οι όποιοι πνιγμένοι συγγενείς τους που βρέθηκαν στις παραλίες. Κι όμως δεν είναι μόνο αυτοί. Είναι τόσοι άλλοι που δεν μπήκαν ποτέ σε βάρκες για να αλλάξουν σύνορα. Δεν άρχισαν ποτέ την απόπειρα για το καλύτερο αύριο τους και έτσι το έχασαν στην «καθημερινότητα». Άνθρωποι που καλύφτηκαν κάτω από την κουβέρτα της σιωπηλής ασφάλειας του «σκάσε – μην μιλήσεις τώρα, σώπα και βούλωσ’ το». Άνθρωποι που στο κονφορμισμό του βραδινού ύπνου και της μαρμότιας ημέρας εξαγνίζονται με τους μιντιακούς πνιγμούς των άλλων χτες, για τον δικό τους ολέθριο σήμερα, με όρους «ατομικής» αποστροφής και αποτροπιασμού, στον σπιλωμένο βωμό της πολιτισμένης κοινωνίας. Μόνο που δεν καταλαβαίνουν πως τα μελλοντικά σφάγια είναι οι ίδιοι.

Εγώ;
Ήμουν και θα είμαι πάντα πρόσφυγας. Πρόσφυγας που αναζητά την οικειότητα με όρους παράδοξους από αυτούς τους συνηθισμένους. Οικείους που ξεστομίζουν ανοίκεια λόγια που ξεβολεύουν και δεν θωπεύουν. Η παραλία μου περιμένει όσους περισσότερους! Εδώ έχουμε τρόφιμα που τρέφουν όχι μόνο τη σάρκα, και εφόσον μιλιέται η αλληλεκπαίδευση… υποσχόμαστε αξέχαστα βιώματα σε αυτή τη παρένθεση που λέγεται ζωή. Εξάλλου πάντα ήταν καλύτερο να πεθαίνεις ως πρόσωπο μαχόμενο για αυτά που διεκδίκησες παρά πονεμένο σ’ ένα κρεβάτι.



Κι εδώ το καλοκαίρι μιας χειραφέτησης σε μια μαχόμενη ζωή δεν τελειώνει ποτέ, απλώς περιμένει. Η μάχη καταμετράει τα νεκρά πτώματα σε παραλίες και ζώντα πτώματα πίσω από πόρτες. Ο πόλεμος μαίνεται.



Παντοτινός πρόσφυγας της συνήθους οικειότητας. 




o Τζον Τζον ζει